ἀργήεις

ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν: [dialect] Dor. [full] ἀργάεις, [var] contr. [full] ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—
A white, shining,

ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69

; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι)

μαστῷ Id.P.4.8

; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).
2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις …   Dictionary of Greek

  • ἀργήεις — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντας — ἀργήεις white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντες — ἀργήεις white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεντος — ἀργήεις white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεσσα — ἀργήεις white fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεσσιν — ἀργήεις white masc/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”